- κολμπερτισμός
- οη γαλλική συστηματική εκδοχή τού μερκαντιλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. colbertisme < όν. τού Γάλλου πολιτικού Jean Colbert + -ism].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κολμπέρ, Zαv Μπατίστ — (Jean Batiste Colbert, Ρενς 1619 – Παρίσι 1683). Γάλλος πολιτικός. Προερχόταν από την εμπορική αστική τάξη και το 1651 έγινε οικονομικός διαχειριστής του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΔ’, Μαζαρέν, ο οποίος τον υπέδειξε στον βασιλιά πριν πεθάνει (1661) … Dictionary of Greek
εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εμποροκρατία — η οικονομικό σύστημα που θεωρεί την κατοχή πολύτιμων μετάλλων ως πραγματικό πλούτο μιας χώρας και που επιδιώκει την αύξηση αυτού του κινητού πλούτου με την αύξηση των εξαγωγών, εμποροκρατισμός, μερκαντιλισμός, κολμπερτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)